- εκτίμηση
- Προσδιορισμός της τρέχουσας αξίας ενός οικονομικού αγαθού. Ο υπολογισμός αυτός γίνεται στη βάση της τιμής της αγοράς, του κόστους παραγωγής, της κεφαλαιοποίησης, της προσόδου του αγαθού κλπ., λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εξωτερικές συνθήκες (δηλαδή αυτές που έχουν σχέση με το φυσικό και κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον) και τις εσωτερικές (φύση του αγαθού, κεφάλαιο επενδεδυμένο σε αυτό κλπ.), οι οποίες μπορούν να επιδράσουν πάνω στην αξία του αγαθού. Η ε., που λέγεται και αποτίμηση, έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα στην περίπτωση κεφαλαιουχικών αγαθών (έγγεια ιδιοκτησία, οικοδομήσιμες εκτάσεις, οικοδομές, βιομηχανικές εγκαταστάσεις). Τρεις είναι γενικά οι μέθοδοι αξιολόγησης της ε.: η συνθετική ε., που γίνεται με την αντικειμενική αξιολόγηση, από έναν πραγματογνώμονα, των εσωτερικών παραγόντων και των εξωτερικών συνθηκών που επιδρούν στην πρόσοδο και συνεπώς στην αξία του αγαθού· η συγκριτική ε., η οποία γίνεται με συγκρίσεις ή με την πρόσοδο ανάλογων αγαθών που ήδη έχουν εκτιμηθεί· αναλυτική ε., που γίνεται με μία σύνθετη ανάλυση κόστους και προσόδων, για να καθοριστεί η συνολική πρόσοδος και από αυτήν η αξία του αγαθού με την κεφαλαιοποίηση της ίδιας της προσόδου με ένα καθορισμένο επιτόκιο.
Η κτηματολογική ε. είναι, αντίθετα, το σύνολο των πράξεων (χαρακτηρισμός, κατάταξη, ταξινόμηση ε.), με τις οποίες επιχειρείται να προσδιοριστεί η πρόσοδος των αγροκτημάτων και οικοπέδων με σκοπό την κατάρτιση του κτηματολογίου και συνεπώς την επιβολή φορολογίας σε αγροκτήματα και οικόπεδα.
* * *και εχτίμηση, η (Α ἐκτίμησις)(για πράγμ.) καθορισμός, υπολογισμός τής ποσότητας ή ποιότητας ενός πράγματος ή γενικά τής τιμής («εκτίμηση ακινήτου, ζημιάς κ.λπ.»)νεοελλ.1. υπολογισμός τού μεγέθους, ποσού, σημασίας, ποιότητας, ιδιότητας ενός πράγματος ή ενέργειας, γεγονότος ή καταστάσεως («εκτίμηση τών περιστάσεων ή αποστάσεως, γεγονότος, σημασίας κ.λπ.»)2. υπόληψη, σεβασμός(«έπεσε στην εκτίμηση μου»).
Dictionary of Greek. 2013.